- δεκαδουχος
- δεκαδοῦχοςδεκᾰδ-οῦχοςὅ декадух, член правительства десяти
(Lys., см. δέκα)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Lys., см. δέκα)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δεκαδούχος — δεκαδοῡχος, ο (Α) ένας από τους δέκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάς ( άδος) + ουχος < έχω] … Dictionary of Greek
δεκαδοῦχος — one of the ten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek